- διαξαίνω
- (αόρ. διέξανα) μετ. чесать (шерсть), кардовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαξαίνω — (Α διαξαίνω) [ξαίνω] 1. (για μαλλί) ξαίνω καλά, λαναρίζω 2. (για σάρκες) σχίζω, ξεσχίζω, κατασπαράζω αρχ. 1. εκκαθαρίζω, ξεπλένω 2. χτενίζω και δίνω ωραίο σχήμα στα μαλλιά μου 3. διέρχομαι, διασχίζω … Dictionary of Greek
διαξαίνω — διά ξαίνω scratch pres subj act 1st sg διά ξαίνω scratch pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)